Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Κοίταξα κι έκλαψα. Άκουσα και πόνεσα.

Κοίταξα κι έκλαψα. Άκουσα και πόνεσα. Τραγούδησα και ερωτεύτηκα. Κάπου εκεί ανάμεσα. Ανάμεσα σε μένα και στον χρόνο χόρεψα στο κύμα και στον βράχο, στο βουνό και στην θάλασσα, στο νερό και στον άνεμο. Να ο κόσμος μας ο όμορφος. Είδα τα λουλούδια να ανθίζουν άλλη μια φορά. Μύρισα τον άνεμο και γλάρωσα την κουκουβάγια στο φως του φεγγαριού. Ακολούθησα το φως και γύρω μου σκοτάδι. Να καώ όπως η πεταλούδα στο κερί ή να ζήσω. Να ζήσω αιώνια. Να τραγουδήσω ωδή στον τράγο και η μουσική να ταξιδέψει στο έρμα του ανέμου. Να γυρίσει τον κόσμο όλο και πάλι σε εμένα να 'ρθει. Να την πάρω να την κάνω θεά και μούσα. Να με πάρει και να με φέρει άϋλη στον κόσμο όλο. Παντού και πουθενά σαν στάχτη νεκρού σε αφρισμένο πέλαγος. Να έρχομαι και να φεύγω, να είμαι και να μην είμαι. Αναπνοή και κίνηση, γέννηση και θάνατος, έρωτας και πόνος. Εκεί κρύβεται η αθανασία εκεί και η αιωνιότητα. Τόσο κοντά και τόσο μακρινά.....

Ήρθα κι έκατσα παρέα στην μοναξιά μου. Να πιάσουμε κουβέντα. Μα η σιωπή μας τύλιξε με την ομορφιά του κόσμου. Το κύμα έσπαζε στον βράχο και το βότσαλο σκαρφάλωσε στο πόδι μου μα γρήγορα μ' άφησε. Είχε ταξίδι μεγάλο να κάνει. Είχε χρέος να εκπληρώσει. Τραγούδησε και αυτό την νότα της ζωής του και μου την άφησε ανάμνηση να την βάλω μαζί με όλες τις άλλες και να τις τραγουδήσω. Ο άνεμος μ' έσπρωξε ξανά και ο ήλιος ήρθε να μου θυμίσει πως το φως πονάει στα μάτια μα είναι αυτό που έχει το χρώμα. Σαν την ζωή που πονά για να την ζήσεις και σφαδάζει για να την λατρέψεις. Το αγρίμι τρεμούλιασε στα χέρια μου κι έσβησε. Με κοίταζε σαν να με ρώταγε και το κοίταγα σαν να μην ξέρω. Κι ήρθαν όλα τ' αγρίμια να πάρουν την θέση του, την θέση τους. Κι έκατσαν εκεί δίπλα, εικόνα αιώνια. Τα ακούμπησα "ζωντανά" ....να πάρω λίγο από την ζωή τους να πάρω λίγο από την ζωή μου, την ζωή. Για την ζωή. Για τον έρωτα που αναμασά και ξεσκίζει ανελέητα τον θάνατο. Τον είδα στο γεράκι που σηκώνει την οχιά και την χτυπά στο κεφάλι. Τον είδα στην οχιά που κατάπιε το πουλί που έπεσε. Τον είδα τον θάνατο να γεννιέται με την ζωή. Αδέρφια δίδυμα κι αγαπημένα.

Και σήκωσα τα τύμπανα και γρήγορα τα χτύπησα εγώ ο άνθρωπος, να δώσω τον ρυθμό. Κι έγινε το τραγούδι τους τραγούδι μου και ο κύκλος άνοιξε.


4 σχόλια:

Κυριάκος Σάμιος είπε...

... ακούω το θρόισμα σου ...βλέπω τις εικόνες σου το
κείμενο σου καθρέφτης ...χαίρομαι που αφήνεις τον κύκλο ανοιχτό..

ευχομαι ολα να πάνε καλά...

...φιλιά!!!

ealos07 είπε...

Το κλάμα είναι το ζωογόνο ύδωρ για να διατηρείται η ζωή.
Ο πόνος είναι ο υδροφόρος που βάζει το νερό στο αυλάκι.
Το τραγούδι είναι το ευχαριστήριο της ζωής προς τον θάνατο.
Ο Έρωτας είναι το πλεόνασμα των ευχαριστιών, -ηδονή-, που ξεχειλίζει από την στέρνα της ζωής.

Μακάριοι οι μετέχοντες!

M-meggie είπε...

και ο κύκλος δεν κλείνει ποτέ, αέναα πορεύεται ....

Κυριάκος Σάμιος είπε...

..αεναα πορεύεται ... δίνει χώρο στην διεύρυνση του ...
και συνεχίζει να πορεύεται...

...την καλησπέρα μου!!!